- μπουργεζία
- μπουργεζία και βουργεζία, ἡ (Μ)1. η αστική τάξη2. συνεκδ. οι αστοί3. φρ. «αὐλή τής μπουργεζίας» — δικαστήριο που έλυνε τις διαφορές μεταξύ τών αστών, τών κατοίκων μιας πόλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. borgesia].
Dictionary of Greek. 2013.